- αλληλογράφος
- ο , η1) корреспондент, -ка; 2) делопроизводитель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλληλογράφος — ο ο υπάλληλος που συντάσσει την αλληλογραφία: Εργάζεται σε κατάστημα ως αλληλογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… … Dictionary of Greek
αλληλογραφώ — ( έω) ανταλλάσσω επιστολές με κάποιον, επιστολογράφο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλληλογράφος < αλληλο * + γράφος < γράφω] … Dictionary of Greek
επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… … Dictionary of Greek
Χερν, Λευκάδιος — (Hearn, 1850 – 1907). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν γιος του Ιρλανδού γιατρού Καρόλου Χερν και της Ρόζας Κασιμάτη από τα Κύθηρα και γεννήθηκε στη Λευκάδα. Σε ηλικία 19 χρόνων πήγε στην Αμερική, όπου εργάστηκε διαδοχικά ως διορθωτής τυπογραφείου,… … Dictionary of Greek
επιστολογράφος — ο 1. αυτός που γράφει ή έγραψε επιστολή ή επιστολές. 2. αυτός που έχει ως έργο του το γράψιμο επιστολών, αλληλογράφος, γραμματέας. 3. ο επιδέξιος στο να αλληλογραφεί, ο ικανός στο να γράφει καλές επιστολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)